Πατλιτζάνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πατλιτζάνας < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پاتلجان (patlıcan) < (άμεσο δάνειο) περσική بادنجان (bâdenjân) (μελιτζάνα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠατλιτζάνας αρσενικό