Παλτζόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παλτζόγλου < τουρκική balcı (μελισσοκόμος) + -όγλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Παλτζόγλου σελ.144 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.