Ουρβανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ουρβανός < (ελληνιστική κοινή) οὐρβανός (στρατηγός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟυρβανός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ουρβανός
|