Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ουγγαρέζα < θηλυκό του Ουγγαρέζος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ουγγαρέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία