Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντίξι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Dixie

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ντίξι άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία