Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντένβερ < Denver

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ντένβερ θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία