Νέο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νέο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
Νέο
- ουδέτερο του Νέος, πρώτο μέλος χαλαρών σύνθετων ουδέτερων τοπωνυμίων → δείτε τη λέξη Νέος
- ↪ όπως Νέο Ηράκλειο, Νέο Δελχί
Δείτε επίσης : νέο |
Νέο