Ετυμολογία

επεξεργασία
ΝΣ <

  Συντομομορφή

επεξεργασία

ΝΣ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ο ΝΣ είναι ο κύριος ναύσταθμος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού