Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΝΑΣ < Ναυτικός Αθλητικός Σύνδεσμος

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ν.Α.Σ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ναυτικός Αθλητικός Σύνδεσμος