Μωυσίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μωυσίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Μωυσίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜωυσίδου θηλυκό άκλιτο
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Μωϋσίδου (παρωχημένη)
Δείτε επίσης : Μωϋσίδου |
Μωυσίδου θηλυκό άκλιτο