Μπομ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπομ θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Μπόομ (από ολλανδική - φλαμανδική προφορά)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Boom στην ολλανδική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπομ
|