Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπελίσε < → δείτε τη λέξη Μπελίζ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈli.se/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐λί‐σε

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπελίσε θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)