Μουγκάλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μουγκάλ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μουγκάλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- άλλη μορφή του Μογκούλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μουγκάλ
|
Δείτε επίσης : μουγκάλ |
Μουγκάλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
|