Δείτε επίσης: μεσσηνιακός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μεσσηνιακός < εννοείται κόλπος, → δείτε τη λέξη μεσσηνιακός < Μεσσηνία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μεσσηνιακός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία