Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαντρακούκος < άγνωστης ετυμολογίας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαντρακούκος

  1. (μυθολογία), στη λαϊκή παράδοση ήταν στοιχειό αρχηγός των καλικάντζαρων, λεξη μάλλον κωνσταντινουπολίτικη, συνώνυμο του "Κωλοβελόνη", του "Αρχιτζόγια", του "Βαβουτζικάριου", κ.α.
  2. μανδραγόρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία