Μακαρισμοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μακαρισμοί < αρχαία ελληνική μακαρισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜακαρισμοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) σειρά εννέα σύντομων χριστιανικών αφορισμών, που αρχίζουν με τη λέξη "μακάριοι".
Σημειώσεις
επεξεργασία- οι Μακαρισμοί συνδέονται με την προ του όρους ομιλία του Ιησού Χριστού και ψάλλονται στις διάφορες λειτουργίες.
Συνώνυμα
επεξεργασία- εννέα μακαρισμοί
- εννέα αφορισμοί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μακαρισμοί