Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μακάρες < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μακάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, ή Μάκαρες, ή αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό Μακάριοι

  • (νησίδες) τριάδα νησίδων 3,5 μίλια ανατολικά της Νάξου, απέναντι στον όρμο Μουτσούνα. Είναι οι Μαχαίρες (η μεγαλύτερη), η Αγία Παρασκευή και η Στρογγυλή (νοτιότερη).

  Μεταφράσεις επεξεργασία