Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μάκριτζ < αγγλική Mackridge

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μάκριτζ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο