Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ΜΕΡΥΠ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ΜΕΡΥΠ
< :
ΜΕΡ
αρχία
ΥΠ
οστήριξης.
Συντομομορφή
επεξεργασία
ΜΕΡ.ΥΠ.
θηλυκό
άκλιτο
αρκτικόλεξο
(
στρατιωτικός όρος
)
ΜΕΡαρχία
ΥΠοστήριξης