Ετυμολογία

επεξεργασία
ΜΕΡΥΠ <  : ΜΕΡαρχία ΥΠοστήριξης.

  Συντομομορφή

επεξεργασία

ΜΕΡ.ΥΠ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο