ΜΑΥ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
ΜΑΥ ουδέτερο ή θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο, ακρωνύμιο
- (ιστορία): αντικομμουνιστικές ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες κατά την περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, γνωστά και ως Μάυδες