Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λυσιδίκη < λύσις + δίκη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λυσιδίκη θηλυκό

  • γυναικείο αρχαίο ελληνικό όνομα
Αἶρε τὰ δίκτυα ταῦτα, κακόσχολε, μηδ' ἐπίτηδες ἰσχίον ἐρχομένη σύστρεφε, Λυσιδίκη
Ελληνική Ανθολογία, Μάρκου Αργενταρίου, 5.104