Λιχτενστάιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λιχτενστάιν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Liechtenstein < Liechten (φώτα) + Stein (πέτρα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlix.ten.stai̯n/
- ΔΦΑ : /ˈlɪçtn̩ˌʃtaɪ̯n/ γερμανική προφορά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λιχτενστάιν ουδέτερο άκλιτο
- βλέπε Λίχτενσταϊν