- Λαμπιτῶ < → λείπει η ετυμολογία
Λαμπιτῶ θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ (fr. 37) Athenaeus ХПІ 5921: Δημήτριος δ᾽ ὁ Φαληρεὺς Λαμπιτοῦς τῆς Σαμίας ἑταίρας ἐρασϑεὶς ἡδέως δι’ αὐτὴν καὶ Λαμπιτῶ προσηγορεύετο, ὧς φησι Δίυλλος. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Χαριτοβλέφαρος. (Fritz Wehrli, Die Schule Des Aristoteles, Heft IV, Demetrios von Phaleron, 1968, σελ. 14 [1])