Κότρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κότρος < από παρωνύμιο ιταλική corto (κοντός, βραχύς) με μετάθεση του [r] (< λατινική curtus) + -ς[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚότρος αρσενικό (θηλυκό Κότρου)
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Οικονόμου Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1986, σελ. 590