Κωστίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κωστίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Κωστίδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈsti.ðu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κω‐στί‐δου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚωστίδου θηλυκό άκλιτο
Κωστίδου θηλυκό άκλιτο