Δείτε επίσης: κυπάρισσος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυπάρισσος < αρχαία ελληνική Κυπάρισσος < κυπάρισσος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυπάρισσος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο Κυπάρισσος
  2. ανδρικό επώνυμο

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυπάρισσος < κυπάρισσος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυπάρισσος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο νεαρός που μεταμορφώθηκε σε κυπάρισσο (κυπαρίσσι)
  2. ανδρικό όνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυπάρισσος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία