Κυπάρισσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κυπάρισσος < αρχαία ελληνική Κυπάρισσος < κυπάρισσος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυπάρισσος αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κυπάρισσος < κυπάρισσος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυπάρισσος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο νεαρός που μεταμορφώθηκε σε κυπάρισσο (κυπαρίσσι)
- ανδρικό όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚυπάρισσος θηλυκό