Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυδωνίτσα < κυδών(ι) (ουδέτερο) + -ίτσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυδωνίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία