Κρονότεκνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚρονότεκνος αρσενικό
- προσωνυμία του θεού Οὐρανοῦ, πατέρα του Κρόνου (και των Τιτάνων)
Πηγές
επεξεργασία- Κρονότεκνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.