Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κρονότεκνος < Κρόν(ος) + -ό- + -τεκνος (τέκνον)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κρονότεκνος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία