Κορινθιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κορινθιακός < εννοείται κόλπος → δείτε τη λέξη κορινθιακός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κορινθιακός αρσενικό
- (κόλπος) ο Κορινθιακός Κόλπος: το εσωτερικό τμήμα του Πατραϊκού Κόλπου που εκτείνεται ανατολικά μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κορινθιακός
|