Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοριλιάνο < ιταλική Corigliano

  Μεταγραφή επεξεργασία

Κοριλιάνο άκλιτο

  1. όνομα δύο πόλεων της Ιταλίας (ουδέτερο)
    1. το Κοριλιάνο Καλάμπρο
    2. το Κοριλιάνο ντ' Οτράντο
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία