Κοντόπουλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοντόπουλλος < Κοντ(όπουλος) με κατάληξη -όπουλλος από … → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοντόπουλλος αρσενικό (θηλυκό Κοντοπούλλου)
- (ιδιωματικό, Πόντος, Κύπρος, και αλλού) ανδρικό επώνυμο, ιδιωματική μορφή του Κοντόπουλος