Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κεμπεκουά < (λόγιο δάνειο) γαλλική Québécois

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κεμπεκουά αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

 
Περιοχή γηγενών Κεμπεκουά στον χάρτη του Καναδά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία