Καυσίλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καυσίλος < καῦσις (→ δείτε τη λέξη καύση) ενδεχομένως σημαίνει τον θερμόαιμο, τον πυρετώδη[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαυσίλος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Robert Jeanne, Robert Louis, «Bulletin épigraphique», Revue des Études grecques 93:442-444 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1980), σ. 431 (καταχώριση #384). Όπως επίσης αναφέρεται, το όνομα απαντά μόνο στην Ιεράπυτνα (στην Κρήτη, κοντά στη σημερινή Ιεράπετρα) και στην Πέργαμο (της Μικράς Ασίας).
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press