Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλιπάτειρα < αρχαία ελληνική Καλλιπάτειρα < καλλίων + πατήρ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλιπάτειρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία