Κέτσανιν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κέτσανιν < άμεσο δάνειο από τη σερβοκροατική Kečanin (κυριλ. Кечанин)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚέτσανιν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαως ελληνικό επώνυμο:
Κέτσανιν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
ως ελληνικό επώνυμο: