Δείτε επίσης: κεκ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΚΕΚ < Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης
  2. ΚΕΚ < Κόμμα 'Ελλήνων Κυνηγών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cec/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Κ.Ε.Κ. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. ιδιωτικά ή ιδιωτικής νομικής μορφής ιδρύματα, αποκλειστικά εκπαιδευτικά, πιστοποιημένα από το ΕΚΕΠΙΣ, που παρέχουν συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, συνήθως μέσω κρατικών ή Ευρωπαϊκών προγραμμάτων
  2. (πολιτική): σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία