Δείτε επίσης: ιεράρχης, ἱεράρχης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ιεράρχης < ιεράρχης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.eˈɾaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐ε‐ράρ‐χης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ιεράρχης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (χριστιανισμός) ένας από τους Τρεις Ιεράρχες (Mέγας Bασίλειος, Iωάννης Xρυσόστομος και Γρηγόριος Nαζιανζηνός) → δείτε τη λέξη ιεράρχης