Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιέραξ < ιέραξ (γεράκι)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιέραξ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία