Θεόφραστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεόφραστος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θεόφραστος < θεό- + → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεόφραστος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (περίπου 370-285 π.Χ.) φιλόσοφος από την Ερεσό της Λέσβου, συνεργάτης και διάδοχος του Αριστοτέλη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θεόφραστος
|