Δείτε επίσης: Θεοκλής

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοκλῆς < θεο- + -κλῆς, θεοῦ κλέος (ανδραγάθημα, δόξα), «η δόξα του θεού»

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοκλῆς αρσενικό