Ετυμολογία

επεξεργασία
Ζιζέλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική Giselle / Gisèle < ... < απώτατης προέλευσης από την πρωτογερμανική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ziˈzel/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ζιζέλ θηλυκό άκλιτο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Giselle#French στο αγγλικό Βικιλεξικό