Ζαχαρακοπούλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ζαχαρακοπούλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ζαχαρακόπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.xa.ɾa.koˈpu.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζα‐χα‐ρα‐κο‐πού‐λου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαχαρακοπούλου θηλυκό άκλιτο