Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὔμηλος < εὔμηλος < εὖ + μῆλον + -ος (μῆλον = πρόβατο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὔμηλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της Αρόης