Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐπυρίδαι < πληθυντικός αριθμός του Εὐπυρίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐπυρίδαι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό