Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐδημίδης < Εὔδημ(ος) ( < εὖ + δῆμος) + -ίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐδημίδης αρσενικό