Δείτε επίσης: Εὐρυσάκης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ευρυσάκης < αρχαία ελληνική Εὐρυσάκης ευρύς + σάκος (ασπίδα)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ευρυσάκης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία