van
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
Ουσιαστικό επεξεργασία
van (en)
- (μέσο μεταφορών) το κλειστό φορτηγάκι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
Ουσιαστικό επεξεργασία
van (fr) αρσενικό
- το φορτηγάκι
ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
van (en)
ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
van (fr) αρσενικό