smak
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
smak (pl) αρσενικό
- η γεύση ως:
- μία από τις πέντε αισθήσεις
- η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε