panathénaïque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.na.te.na.ik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
panathénaïque | panathénaïques |
panathénaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
panathénaïque | panathénaïques |
panathénaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό