Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

amalgamation (en)

  1. το αμάλγαμα
  2. η αμαλγαμάτωση (η δημιουργία αμαλγάματος)
  3. η συγχώνευση (εταιριών)